- προσόμοιος
- -α, -ο / προσόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ααυτός που είναι σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιοςνεοελλ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσόμοια(βυζ. μουσ.) τροπάρια τής Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους μελωδία αλλά ψάλλονται πάνω στη μελωδία και στο μέτρο άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα.επίρρ...προσομοίως Αμε προσόμοιο τρόπο, περίπου όμοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὅμοιος (πρβλ. παρ-όμοιος)].
Dictionary of Greek. 2013.